- μετεξέτεροι
- μετεξέτεροι, -αι, -α (Α)ιων. τ.1. κάποιοι μεταξύ πολλών, μερικοί2. (σπάν. στον εν.) φρ. «χρῆσις μετεξετέρη» — κάποια ποσότητα (Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἐξέτεροι «μερικοί»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεξέτεροι — some among many masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεξετέρων — μετεξέτεροι some among many fem gen pl μετεξέτεροι some among many masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεξετέροισι — μετεξέτεροι some among many masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεξετέρους — μετεξέτεροι some among many masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεξετέρῃσι — μετεξέτεροι some among many fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεξέτερα — μετεξέτεροι some among many neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεξέτεραι — μετεξέτεροι some among many fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόσσαι — κρόσσαι, αἱ (Α) 1. οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.) 2. βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι»,… … Dictionary of Greek
κυνίσκος — κυνίσκος, ό (AM) είδος ψαριού αρχ. 1. σκυλάκι 2. ασήμαντος κυνικός φιλόσοφος 3. ως κύριο όν. ο Κυνίσκος προσωνυμία τού Ζευξιδάμου («Ζευξίδημος, τὸν δὴ Κυνίσκον μετεξέτεροι Σπαρτιητέων ἐκάλεον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek